- συνεξαίρειν
- συνεξαίρωassist in raisingpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεξαιρεῖν — συνεξαιρέω take out together pres inf act (attic epic doric) συνεξαιρέω take out together pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαίρω — ΜΑ [ἐξαίρω] ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.) 2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.) β)… … Dictionary of Greek
συνεξαιρώ — έω, Α [ἐξαιρῶ] 1. διώχνω κάτι ταυτοχρόνως («συνεξελεῑν ὑμῑν τὸ θηρίον ἐκ τῆς χώρης», Ηρόδ.) 2. συμβάλλω στην κατάληψη, στην κυρίευση, κυριεύω με κάποιον («συνεξαιρεῑν μετά τινος Ἀμφίπολιν», Αισχίν.) 3. μέσ. συνεξαιροῡμαι, έομαι α) αφαιρώ κάτι επί … Dictionary of Greek